ολιγοτεκνία

ολιγοτεκνία
η малодетность

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ολιγοτεκνία" в других словарях:

  • ολιγοτεκνία — η (Α ὀλιγοτεκνία) [ολιγότεκνος] το να έχει κάποιος λίγα παιδιά …   Dictionary of Greek

  • ὀλιγοτεκνίας — ὀλιγοτεκνίᾱς , ὀλιγοτεκνία fem acc pl ὀλιγοτεκνίᾱς , ὀλιγοτεκνία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγοτεκνίαν — ὀλιγοτεκνίᾱν , ὀλιγοτεκνία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»